- αναπομπή
- η (Α ἀναπομπή) [ἀναπέμπω]το να στέλνεται κάτι προς τα επάνω, εκπομπή προς τα επάνω, ανάδοσηνεοελλ.εκτέλεση μουσικών κομματιών (ύμνων, ψαλμών κ.λπ.) προς τιμήν τού Θεού ή υψηλών προσώπωναρχ.1. αναγωγή, αναφορά2. φρ. «αναπομπή θησαυρών», εξόρυξη ή ανακάλυψη θησαυρού.
Dictionary of Greek. 2013.