αναπομπή

αναπομπή
η (Α ἀναπομπή) [ἀναπέμπω]
το να στέλνεται κάτι προς τα επάνω, εκπομπή προς τα επάνω, ανάδοση
νεοελλ.
εκτέλεση μουσικών κομματιών (ύμνων, ψαλμών κ.λπ.) προς τιμήν τού Θεού ή υψηλών προσώπων
αρχ.
1. αναγωγή, αναφορά
2. φρ. «αναπομπή θησαυρών», εξόρυξη ή ανακάλυψη θησαυρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀναπομπή — sending up fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπομπῆς — ἀναπομπή sending up fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπομπήν — ἀναπομπή sending up fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπέμπω — (Α ἀναπέμπω και ποιητ. ἀμπέμπω) 1. στέλνω προς τα επάνω 2. εκπέμπω, αναδίνω 3. απλώς στέλνω (Εκκλ.) απευθύνω ευχή, δέηση, ευχαριστία κ.λπ. στον Θεό νεοελλ. βγάζω φωνή, εκστομίζω μσν. (στη Νομ.) ζητώ αναβολή, αναβάλλω αρχ. Ι. ενεργ. 1. στέλνω προς …   Dictionary of Greek

  • ἀναπομπάς — ἀναπομπά̱ς , ἀναπομπή sending up fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”